ἐντύπου

ἐντύπου
ἔντυπος
coined
masc/fem/neut gen sg
ἐντυπόω
carve
pres imperat act 2nd sg
ἐντυπόω
carve
pres imperat act 2nd sg
ἐντυπόω
carve
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἐντυπόω
carve
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας …   Dictionary of Greek

  • ορ-τεξτ — άκλ. διεθνής όρος τής τυπογραφίας που σημαίνει την εκτός κειμένου εικόνα ενός εντύπου, βιβλίου ή περιοδικού, δηλ. την εικόνα που είναι τυπωμένη σε σελίδα η οποία δεν περιλαμβάνεται στις αριθμημένες σελίδες τού εντύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hors… …   Dictionary of Greek

  • τετράστηλος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει τέσσερεις στήλες σε σελίδα εντύπου (α. «τετράστηλος τίτλος» β. «τετράστηλο κείμενο») 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράστηλο άρθρο εντύπου σε τέσσερεις στήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στηλος (< στήλη), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Τηλεομοιοτυπία - Τέλεφαξ — (Facsimile Fax). Με τον όρο τ. εννοούμε τη διαδικασία εκπομπής, μεταφοράς και ακριβούς αναπαραγωγής έντυπου υλικού ή σταθερών εικόνων μέσω ενσύρματων ή ασύρματων δικτύων. Οι λέξεις κλειδιά σε αυτό τον ορισμό είναι αντιγραφή και αναπαραγωγή. Στα… …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • αντίτυπο — το (AM ἀντίτυπος, ον) [τύπος] νεοελλ. πανομοιότυπο αντίγραφο εντύπου αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά αντίτυπα τα τίμια δώρα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αρχ. 1. αυτός που απωθείται, που αποκρούεται από σκληρό σώμα 2. φρ. (για το σφυρί… …   Dictionary of Greek

  • ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… …   Dictionary of Greek

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

  • διάστιχο — το (Μ διάστιχον) 1. το διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο στίχους εντύπου ή χειρογράφου 2. (τυπογρ.) λεπτή μεταλλική ή ξύλινη πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία ανάμεσα σε δύο στίχους για να μεγαλώσει το μεταξύ τους διάστημα μσν.… …   Dictionary of Greek

  • διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”